ροσόλι

ροσόλι
το, Ν
ηδύποτο, λικέρ αρωματισμένο με απόσταγμα ρόδου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. rosolio, πιθ. < μσν. λατ. ros solis «δροσιά τού ήλιου, σκιά»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ροσόλι — το (λ. ιταλ.), λικέρ αρωματισμένο με απόσταγμα τριαντάφυλλου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ηδύποτο — Γλυκό αλκοολούχο ποτό που έχει αρωματιστεί με διάφορα φυσικά ή συνθετικά αρώματα. Το η. παρασκευάζεται χωρίς ζύμωση, με ανάμιξη αλκοόλης, νερού, αρωματικών υλών και ζάχαρης. Οι σπουδαιότεροι μέθοδοι παρασκευής είναι τρεις: η μέθοδος της απόσταξης …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”